- ἠλληγορημένως
- ἀλληγορέωinterpret allegoricallyperf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)ἠλληγορημένωςallegoricallyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλληγορημένως — ἠλληγορημένως (Μ) επίρρ. αλληγορικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηλληγορημένος τού ρ. αλληγορούμαι] … Dictionary of Greek